Γιατί, βρε, μπάσταρδος δεν είσαι;
Μυθιστόρημα
Τ' απόγευμα ήτανε γλυκό. Ο πατέρας μου καθόταν σε μια παγκέτα και τρόχιζε το κλαδευτήρι του. Δόντι-δόντι το τρόχιζε. Κι ύστερα δοκίμαζε με το μεγάλο δάχτυλο τα δόντια. -Μπαμπά, ήρθα. Δε μίλησε. Μπήκε μέσα και στο κατόπι του εγώ με το μωρό. Σούρωσε το πετσί στο πρόσωπό του κι ανεβοκατέβασε το καρύδι του λαιμού του. Μια κοίταξε εμένα και μια το κλαδευτήρι, που κρατούσε στο δεξί του χέρι. -Το βρήκα σ' ένα χαλασμένο κάρο. Κάποια το γέννησε και το παράτησε εκεί. Δεν άντεξε η ψυχή μου. Το πήρα. Θα βρούμε κάπου να το δώσουμε, είπα. -Το παιδί σου μωρή σκρόφα!.. Κάτι είχα ψυλλιαστεί πρι φύγεις... Με τι κούτελο θα βγω τώρα στην κοινωνία; Πες μου, μωρή!... Θα σας σφάξω. Και τους δυο θα σας σφάξω, να πάτε στο διάολο. Έβαλε τα κλάματα. Ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το κλαδευτήρι, που το 'χε γερά φουχτώσει κι όρμηξε να κάμει το θανατικό. Με κυνήγησε γύρω απ' το τραπέζι και το σεντούκι, για να με στριμώξει στο τζάκι.
- ISBN978-960-86524-5-3
- Ημ/νια Έκδοσης2001
- Σελίδες185
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας