Βουρκωμένοι ουρανοί

Βουρκωμένοι ουρανοί

Διηγήματα

Κάποτε ο Θωμάς κουράστηκε να ζει ακόμα. Αφού πέθανε και ο Νικηφόρου, ένιωθε μόνος και έρημος, αποκομμένος κι αυτός και το σπίτι του από τον άλλο κόσμο. Όσο το επέτρεπε ο καιρός και η διάθεσή του, κανάκευε τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου του. Τώρα, αραιά και πού, έπαιρνε τον κατήφορο μετά φόβου Θεού για να πάει να ψωνίσει και τον ανέβαινε απορώντας γιατί δεν τέλειωνε επιτέλους κι ο γολγοθάς της ζωής του. Μήπως έχει να περιμένει τίποτα; Μήπως έχει να χάσει κάτι; Δεν άντεχε τη μοναξιά και τη βουβαμάρα του σπιτιού του. Όταν δεν τον έκαιγε ο ήλιος, ή δεν τον ξύλιαζε το κρύο, κατέβαινε και κάθιζε στο κατώφλι της εξώπορτας για να βλέπει τον ουρανό, τα σύννεφα, τον ήλιο, τ' αγκάθια που φυτρώνανε στα απέναντι χωράφια και προπάντων μήπως περάσει κανένας γάτος ή αδέσποτος σκύλος για να τα κάνει φίλους. Άνθρωπο δεν περίμενε να δει. Το σπίτι του κι αυτός, κι ο δρόμος που ανέβαινε στο λόφο ήταν σε άτυπη κοινωνική καραντίνα...

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη
243.186 Βιβλία
122.585 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου