Δίκαιο ΙΚΕ & ΕΠΕ
Ερμηνεία κατ' άρθρο
Στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της οικονομικής ύφεσης η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ) και η Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) διαφαίνονται να είναι τα καλύτερα νομικά μέσα για την οικονομική και επιχειρηματική οργάνωση και ανάπτυξη. Σήμερα, η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία ως νέος θεσμός αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον μεγάλο νομικό πρωταγωνιστή του ελληνικού εταιρικού δικαίου στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Είναι Εταιρία - πλαίσιο, αφού μπορεί να εντάξει κάθε επιχειρηματική και εμπορική επιδίωξη και επιθυμία των μετεχόντων, είτε αυτοί επιθυμούν η σχέση τους να είναι κατά βάση κεφαλαιουχική, είτε κατά βάση προσωπική, είτε θέλουν να εισφέρουν κεφάλαιο ή περιουσιακά στοιχεία ως εισφορά σε είδος με κεφαλαιακή εισφορά, είτε θέλουν να εισφέρουν την υπόσχεση τους για παροχή εργασίας, υπηρεσιών ή έργου με εξωκεφαλαιακή εισφορά, είτε θέλουν να εισφέρουν τη δέσμευσή τους ότι θα καλύψουν τα εταιρικά χρέη που θα δημιουργηθούν σε αόριστο χρόνο στο μέλλον προς αόριστο αριθμό προσώπων - εταιρικών δανειστών με εγγυητική εισφορά. Και εδώ έγκειται κατά κύριο λόγο ο μεγαλύτερος νεωτερισμός της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας: Στην εποχή της οικονομικής κρίσης χωρίς διαφαινόμενη ημερομηνία λήξης, και ιδίως της κρίσης χρέους, αποκλεισμού από κάθε δανεισμό, ιδιωτικό ή δημόσιο, και παντελούς στέρησης ρευστότητας μέσα στην Ελλάδα, μία μόνον μέθοδος θα μπορούσε να υπάρξει για να κινηθεί η αγορά και οι επιχειρήσεις και με τον τρόπο αυτόν να γίνει μία απόπειρα ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η μέθοδος της αξιοποίησης άλλων αγαθών, πλην των κεφαλαίων και των περιουσιακών στοιχείων, με αξία οικονομική, όπως είναι η υπόσχεση παροχής εργασίας και υπηρεσιών ή η εγγύηση δανεισμού. Μία σειρά από διατάξεις που συντελούν στη μείωση του κόστους ίδρυσης και λειτουργίας της ΙΚΕ, όπως η ανάγκη για αρχικό κεφάλαιο του ενός (1) ευρώ και η ίδρυση με ιδιωτικό έγγραφο και μόνο μέσω Υπηρεσίας Μίας Στάσης, ακόμη και αν πρόκειται για δραστηριότητα που απαιτεί διοικητική άδεια, που μειώνουν την αρχική δαπάνη ίδρυσης, αλλά και με μία ακόμη μεγαλύτερη σειρά από διατάξεις που διευκολύνουν και απλοποιούν τη λειτουργία της, όπως η δυνατότατα λήψης αποφάσεων των εταίρων εκτός συνέλευσης ακόμη και κατά πλειοψηφία, η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης των εταίρων, η απαλλαγή από την ανάγκη αποτίμησης εισφορών σε είδος κάτω των 5.000 ευρώ, η αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας τις περισσότερες εταιρικές διαφορές, καθιστούν την ΙΚΕ μία πολύ ευέλικτη και χαμηλού κόστους εταιρική μορφή. Όμως η ΙΚΕ σε μεγάλο βαθμό μετεξέλιξη του νομικού τύπου της ΕΠΕ, αφού, ενώ ομοιάζει σε πολλά σημεία με αυτήν, όπως ενδεικτικώς επειδή έχει διαχειριστή και όχι Διοικητικό Συμβούλιο, επειδή οι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται με πλειοψηφία ή ομοφωνία επί του συνόλου του κεφαλαίου χωρίς να υφίσταται η έννοια της απαρτίας και σε πολλά άλλα, ταυτόχρονα επιλύει ζητήματα που επί μακρό χρόνο απασχόλησαν τη νομολογία σχετικά με τις ΕΠΕ, όπως ενδεικτικώς ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία διορισμού και ανάκλησης διαχειριστών και εκκαθαριστών, μεταβολών στα πρόσωπα των εταίρων και λύσης, όπου οι διατάξεις της ΙΚΕ, χωρίς να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από αυτές της ΕΠΕ, είναι περισσότερο σαφείς και ξεκάθαρες και καταλείπουν πολύ λιγότερα περιθώρια ερμηνείας και ανασφάλειας δικαίου στους εμπλεκόμενους. Σημαντική διαφορά σε σχέση με την ΕΠΕ αποτελεί η μη μεταφορά στην ΙΚΕ του κανόνα της διπλής αριθμητικής και κεφαλαιουχικής πλειοψηφίας της Συνέλευσης Εταίρων ΕΠΕ, η οποίο και είχε αποτελέσει το σύμβολο του συνδυασμού των προσωπικών και των κεφαλαιουχικών στοιχείων στην ΕΠΕ από το 1955, οπότε και η ΕΠΕ εντάχθηκε στο ελληνικό εταιρικό δίκαιο, διασφαλίζοντας δικαίωμα αρνησικυρίας των εταίρων της μειοψηφίας σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και αποτελώντας πηγή αδιεξόδων σε πολλές άλλες και οδηγώντας στη δημιουργία του ζητήματος της διμελούς ΕΠΕ, για τη νομολογιακή και ερμηνευτική επίλυση του οποίου χάθηκαν πολλές εκατοντάδες ώρες νομικής εργασίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο μόνο μέσα από τη συγκριτική παράθεση των δύο νομικών τύπων, της ΙΚΕ και της ΕΠΕ, μπορεί να καταστεί δυνατή η συγκριτική αξιολόγηση αυτών και η επιλογή του καταλληλότερου για τους συναλλασσόμενους. Μόνο μέσα από τη συγκριτική παράθεση των δύο νομικών τύπων, που επιχειρείται σ’ αυτή την έκδοση, μπορεί να διευκολυνθεί ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του δικαίου και των δύο ώστε από τη μία πλευρά να αξιοποιήσει την πρακτική επιχειρηματική και νομολογιακή εμπειρία της ΕΠΕ στα ζητήματα που μπορεί να ανακύπτουν στην ΙΚΕ και από την άλλη να αξιοποιήσει τις ξεκάθαρες λύσεις που δίνει ο νομοθέτης της ΙΚΕ σε πολλά παρόμοια ζητήματα που παρέμεναν άλυτα ή δυσεπίλυτα στην ΕΠΕ. Παράλληλα από αυτή τησυγκριτική παράθεση, σημείο προς σημείο, των δυνατοτήτων, των ευχερειών, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του Ν 4072/2012 και του Ν 3190/1955, οι εταίροι και οι διαχειριστές και εν γένει οι επενδυτές της ΙΚΕ και της ΕΠΕ είναι σίγουρο ότι μπορούν να βρουν εκείνη τη νομική λύση που, όχι μόνο θα είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στα μέτρα των αναγκών τους και των επιχειρηματικών τους σχεδίων, αλλά και θα έχει την απαιτούμενη ευελιξία, ώστε να προσαρμόζεται κάθε στιγμή στις ραγδαία και αιφνίδια μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της σύγχρονης ανταγωνιστικής πραγματικότητας. Σε όλον αυτόν τον πρωτότυπο σχεδιασμό της παρούσας έκδοσης επιχειρείται -μέσω της ερμηνείας των άρθρων του Ν 4072/2012 (δηλ. των διατάξεων των άρθρων 43-120) και του Ν 3190/1955- η συγκριτική παράθεση κι αξιολόγηση των δύο εταιρικών μορφών, της ΙΚΕ και της ΕΠΕ με παράλληλη παράθεση νομολογίας (πλήρους ενταγμένης στην ανάπτυξη της θεωρίας), υποδειγμάτων πρακτικών και αγωγών καθώς και πινάκων (check lists)
- ISBN978-960-562-032-5
- Ημ/νια Έκδοσης2012
- Σελίδες1248
- ΔέσιμοΣκληρό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης