Facebook Pixel

ΘΑΛΕΙΑ

ΝΙΚΟΣ Γ. ΠΙΠΕΡΗΣ
Ειδική Τιμή 13,52 € was 18,02 €
SKU
BK273117
Αποστολή σε 2-5 εργάσιμες ημέρες - Υπό την προϋπόθεση αποθέματος από τον εκδότη

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας στα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης,

ανάμεσα στις Μεσογειόβρεχτες απολήξεις της Ελληνικής γης και στην ωκεάνια χώρα των καγκουρό...

ανάμεσα στην αιγαιοπελαγίτικη αστροφεγγιά και στον «Σταυρό του Νότου»...

ανάμεσα στον «τροπικό του Καρκίνου και στον «τροπικό του Αιγόκερω»...

ανάμεσα σε μονοπάτια αναπτερωτικής χαράς και καταθλιπτικής λύπης...

ανάμεσα στην Ελλάδα του μισεμού και στην Ελλάδα του νόστου...

ανάμεσα στο μαράζι της φτώχειας και στην ελπίδα του πλούτου...

ανάμεσα σε δυο πνιγμούς, θανάτου έναν κι έναν ζωής...

απλώνεται με γνήσια ευαισθησία αντάμα με βιωματικό ρεαλισμό τόση... μα τόση ομορφιά ψυχής,

αριστοτεχνικά κεντημένη, σαν γύρω από θεσπέσιο αμάραντο λουλούδι στο πρόσωπο μιας πάγκαλης Ελληνοπούλας,

απέριττο εγκώμιο στον έρωτα, λιτός ύμνος στην αγάπη...

Ι. Δ. Γιαννικόπουλος

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

[…]

— Να σας πω, λοιπόν, συνέχισε η Θάλεια, συναντηθήκαμε στο γυμνάσιο της Χώρας. Εγώ πήγαινα τότε στην εβδόμη κι ο Βαγγέλης τελείωνε. Πώς βρέθηκα στη Χώρα απ’ την Αθήνα; Βλέπω την ερώτηση αυτή στα μάτια σας. Απλό. Ο πατέρας μου ο οποίος είναι βιομήχανος, μη σας φαίνεται παράξενο, γιατί έτσι είναι, ήθελε να ανοίξει ένα καινούργιο εργοστάσιο κονσερβοποιίας στη Χώρα, γιατί η περιοχή παράγει άφθονα νωπά προϊόντα που μένουν ανεκμετάλλευτα. Είναι μηχανικός το επάγγελμα, ήθελε ο ίδιος να επιστατήσει τις εργασίες και τις εγκαταστάσεις. Έτσι μεταφερθήκαμε όλοι στη Χώρα, εγώ, η αδερφή μου η Μαρία κι η μητέρα μου.

— Με το Βαγγέλη πώς γνωριστήκατε; Ρώτησε επίμονα ο Μανώλης. Αυτό θέλουμε να ξέρουμε.

— Κι αυτό είναι πολύ απλό, είπε η Θάλεια. Στο προαύλιο του γυμνασίου. Κάναμε βόλτες στα διαλείμματα. Εμείς τα κορίτσια απ’ τη μια μεριά του προαυλίου, τ’ αγόρια απ’ την άλλη. Με κοίταζε, τον κοίταζα. Μου άρεσε πολύ κι όπως φαίνεται, του άρεσα κι εγώ. Ύστερα άρχισε να μου στέλνει ραβασάκια με κάποιο φίλο του που πηγαίναμε στην ίδια τάξη. Κρυφά, τα έβαζε μέσα στα βιβλία μου. Ένα βράδυ περίμενε στο δρόμο που πήγαινα στο σπίτι μου να με συναντήσει. Τον είδα τόσο ξαφνικά, δεν τον γνώρισα στο μισοσκόταδο, και το ’βαλα στα πόδια. Ύστερα, όμως, καλά… τα βρήκαμε. Από τότε ζούμε το παραμύθι μας.

Κοίταξε το Βαγγέλη και τα μάτια της έλαμπαν.

— Κι η Αυστραλία; πώς μπήκε στο σενάριο η μετανάστευση; ρώτησε ο Νικήτας. Καλά εμείς εργάτες είμαστε, όπου γης, εσάς τι σας ανάγκασε να φύγετε;

Ο σερβιτόρος ήρθε να σηκώσει τα άδεια πιάτα και να σερβίρει το κύριο φαγητό.

— Οι γονείς σου, το ξέρουν; Ρώτησε ανυπόμονα ο Γιώργος.

— Εκεί έγκειται το πρόβλημα, απάντησε η Θάλεια κι η φωνή της ακουγόταν τώρα με δυσκολία. Δεν ξέρουν τίποτα. Δε γνωρίζουν ούτε που βρίσκομαι, ούτε αν είμαι ζωντανή ή πεθαμένη. Ούτε για το Βαγγέλη ξέρουν τίποτα. Οι δικοί μου, δηλαδή. Μόνο η αδερφή μου γνωρίζει για τη σχέση μας. Υποθέτω ότι τώρα θα τα έχει ξεφουρνίσει όλα στους γονείς μου. Υποθέτω ότι ο πατέρας μου, που γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα στην Ελλάδα, θα υποψιάστηκε ότι ίσως να έφυγα με το Βαγγέλη. Εξ ου κι οι έρευνες στο πλοίο. Τα πράγματα εξελίχθησαν τόσο γρήγορα, τόσο ραγδαία την τελευταία μέρα, τη μέρα που έφευγε το πλοίο, που έχασα απολύτως τον έλεγχο των καταστάσεων. Γι αυτό σας είπα για παραμύθι, γιατί τώρα όλα μου φαίνονται σαν παραμύθι.

Ο Βαγγέλης όλο αυτό το διάστημα που η Θάλεια μιλούσε με τα παιδιά καθόταν σιωπηλός κοιτάζοντας πότε τους άντρες της παρέας και πότε τη Θάλεια. Φαινόταν να ήταν τελείως άσχετος με τα λεγόμενα της Θάλειας και με τα συναισθήματα που εκδήλωνε, καθώς απαντούσε στις ερωτήσεις της παρέας για θέματα που αφορούσαν άμεσα και τον ίδιο. Το φαγητό του παρέμενε ανέγγιχτο μπροστά του.

Η Θάλεια γύρισε προς το μέρος του.

— Δε θα φας; γιατί δεν τρως;

— Έφαγα τη σούπα, είπε ο Βαγγέλης, δεν πεινάω άλλο.

Άναψε τσιγάρο. Τράβηξε βαθιές αναπνοές.

— Εσύ, Βαγγέλη, γιατί φεύγεις; ρώτησε ο Νικήτας.

— Γιατί ο πατέρας μου ήτανε αντάρτης, απάντησε ξερά και κοφτά ο Βαγγέλης, τα παιδιά των ανταρτών δεν έχουν θέση μέσα στην ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται να βρεθεί μια άλλη κοινωνία που θα μας δεχτεί. Γι’ αυτό.

Μια καταθλιπτική σιωπή απλώθηκε γύρω, πάνω τους. Σταμάτησαν να τρώνε, σαν να είχαν συνεννοηθεί εκ των προτέρων να σταματήσουν όλοι το φαγητό τους ακριβώς εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο Βαγγέλης έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο πάνω στο τραπέζι.

— Σήκω, Θάλεια, είπε. Καιρός να πηγαίνουμε. Συγγνώμη, συνέχισε γυρίζοντας προς τα παιδιά, σας χαλάμε την παρέα. Ζαλίστηκα, είμαστε λίγο κουρασμένοι. Θα τα πούμε άλλη φορά.

Μιλούσε αργά με μια αίσθηση αδιαφορίας, σαν να ήταν πολύ κουρασμένος.

Περισσότερες Πληροφορίες
ΣυγγραφέαςΝΙΚΟΣ Γ. ΠΙΠΕΡΗΣ
ΕκδότηςΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Barcode9789604381555
ISBN978-960-438-155-5
Σελίδες438
Έτος παραγωγής2014
Ημερομηνία κυκλοφορίας12 Ιαν 2014
ΔιαθεσιμότηταΑποστολή σε 2-5 εργάσιμες ημέρες - Υπό την προϋπόθεση αποθέματος από τον εκδότη
Γράψτε τη Δική σας Αξιολόγηση
Αξιολογείτε:ΘΑΛΕΙΑ
Η Βαθμολογία σας
Back to Top